gulp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gulp gulps

gulp (en)

  1. η ρουφηξιά υγρού
    a gulp of brandy - μια ρουφηξιά κονιάκ
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sip

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας gulp
γ΄ ενικό ενεστώτα gulps
αόριστος gulped
παθητική μετοχή gulped
ενεργητική μετοχή gulping

gulp (en)

  1. ρουφώ
    I gulp a glass of brandy - ρουφάω ένα ποτήρι κονιάκ
     συνώνυμα: gulp down, → δείτε τη λέξη swallow

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 774. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ρουφηξιά, ρουφώ



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gulp (nl)