gwarancja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική gwarancja gwarancje
γενική gwarancji gwarancji(/gwarancyj)
δοτική gwarancji gwarancjom
αιτιατική gwaranc gwarancje
οργανική gwaranc gwarancjami
τοπική gwarancji gwarancjach
κλητική gwarancjo gwarancje

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gwarancja (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]