gynécomastie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gynécomastie | gynécomasties |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gynécomastie < gynéco- + αρχαία ελληνική μαστός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gynécomastie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η γυναικομαστία