hémolyse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hémolyse < hémo- + lyse < αρχαία ελληνική αἷμα + λύσις
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hémolyse (fr) θηλυκό
hémolyse (fr) θηλυκό