hérisser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
hérisser (fr)
- ανατριχιάζω, φρίσσω
- καλύπτω, στολίζω, διανθίζω κάτι, με κάτι αιχμηρό
- γίνομαι επιθετικός, παίρνω επιθετική στάση