halètement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʔa.lɛt.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
halètement | halètements |
halètement (fr) αρσενικό
- το λαχάνιασμα