haltere
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
haltere | halteres |
haltere (pt) αρσενικό
- ο αλτήρας
Δείτε επίσης : haltère |
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
haltere | halteres |
haltere (pt) αρσενικό