happen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας happen
γ΄ ενικό ενεστώτα happens
αόριστος happened
παθητική μετοχή happened
ενεργητική μετοχή happening

Ετυμολογία [επεξεργασία]

happen < < (κληρονομημένο) μέση αγγλική happenen < hap / happe + en < παλαιά νορβηγική happ < πρωτογερμανική **hampijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kob- (καλοτυχία, επιτυχία)

Ρήμα[επεξεργασία]

happen (en)

  1. (αμετάβατο) συμβαίνει, γίνομαι
    What happened next?
    Τι συνέβη μετά;
    Tell me all that happened between you.
    Πες μου όλα όσα συνέβησαν μεταξύ σας.
    It happened like this.
    Συνέβη ως εξής.
    What has happened to her?
    Τι της έχει συμβεί;
    This happens rarely/often.
    Αυτό συμβαίνει σπάνια/συχνά.
     συνώνυμα:  come about, go on, occur και take place
  2. (μεταβατικό) συμβαίνει να, είμαι ή κάνω κάτι τυχαία
    I happened to meet him.
    Συνέβη να τον συναντήσω.
    It just so happens that I need money.
    Συμβαίνει να έχω ανάγκη χρημάτων.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]