harpon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
harpon | harpons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
harpon (fr) αρσενικό
- το καμάκι
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
harpon (eo)