havresac
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- havresac < (άμεσο δάνειο) γερμανική Habersack, σάκος για βρώμη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /?ɑ.vʁə.sak/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
havresac | havresacs |
havresac (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) σάκος που περιείχε τον εξοπλισμό του στρατιώτη και κρατιόταν στην πλάτη με τιράντες, ο γυλιός
- σάκος που φέρεται στην πλάτη