headphone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
headphone | headphones |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
headphone (en)
- το ένα από τα δύο ακουστικά μιας συσκευής που φοριέται στο κεφάλι
ενικός | πληθυντικός |
headphone | headphones |
headphone (en)