health
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
- health < παλαιοαγγλικά: hǣlth, γερμανικής προέλευσης
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η υγεία, η κατάσταση του σώματος ή του νου ενός ατόμου
- ↪ I am in good health.
- Είμαι καλά στην υγεία μου.
- ↪ It’s not good for your health./It doesn’t do any good for your health.
- Δεν κάνει καλό στην υγεία σου.
- ↪ I am in good health.
- η υγεία, πόσο πετυχημένο είναι κάτι