hierarchy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hierarchy | hierarchies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hierarchy (en)
- η ιεραρχία, σύνολο αξιωματούχων που εντάσσονται σε μια ιεραρχική δομή
- ιεραρχικά οργανωμένο σύνολο