high

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός high
συγκριτικός higher
υπερθετικός highest

high (en)

  1. υψηλός
  2. παραπάνω
    higher up on the same page - παραπάνω στην ίδια σελίδα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός high
συγκριτικός higher
υπερθετικός highest

high (en)

  • ψηλά, σε μια θέση που βρίσκεται πολύ ψηλά από το έδαφος
    I can’t reach it, it’s too high.
    Δεν μπορώ να το φτάσω, είναι πολύ ψηλά.

Πηγές[επεξεργασία]