hinge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hinge hinges

hinge (en)

  • ο μεντεσές της πόρτας, ο ρεζές, η κλάπα
    I am taking a door off its hinges.
    Βγάζω μια πόρτα από τους μεντεσέδες του.
    The window came off its hinges.
    Το παράθυρο βγήκε από τους μεντεσέδες του.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας hinge
γ΄ ενικό ενεστώτα hinges
αόριστος hinged
παθητική μετοχή hinged
ενεργητική μετοχή hinging

hinge (en)

  • κρεμάω κάτι με μεντεσέ
    The door was hinged to the wall.
    Η πόρτα ήταν κρεμασμένη στον τοίχο με μεντεσέδες.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]