hinge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hinge | hinges |
hinge (en)
- ο μεντεσές της πόρτας, ο ρεζές, η κλάπα
- ↪ I am taking a door off its hinges.
- Βγάζω μια πόρτα από τους μεντεσέδες του.
- ↪ The window came off its hinges.
- Το παράθυρο βγήκε από τους μεντεσέδες του.
- ↪ I am taking a door off its hinges.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | hinge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hinges |
αόριστος | hinged |
παθητική μετοχή | hinged |
ενεργητική μετοχή | hinging |
hinge (en)
- κρεμάω κάτι με μεντεσέ
- ↪ The door was hinged to the wall.
- Η πόρτα ήταν κρεμασμένη στον τοίχο με μεντεσέδες.
- ↪ The door was hinged to the wall.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- hinge (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hinge (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 536. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεντεσές