holding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
holding | holdings |
holding (en)
- οι μετοχές, έναν αριθμό μετοχών που έχει κάποιος σε μια εταιρεία
- ↪ I have a holding/holdings in that company.
- Έχω μετοχές σε αυτή την εταιρεία.
- ↪ I have a holding/holdings in that company.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
holding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του hold
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
holding | holdings |
holding (fr) αρσενικό
- το χόλντινγκ