holding

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
holding holdings

holding (en)

  • οι μετοχές, έναν αριθμό μετοχών που έχει κάποιος σε μια εταιρεία
    I have a holding/holdings in that company.
    Έχω μετοχές σε αυτή την εταιρεία.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

holding (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʔɔl.diŋ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
holding holdings

holding (fr) αρσενικό