honest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | honest |
συγκριτικός | more honest |
υπερθετικός | most honest |
Επίθετο[επεξεργασία]
honest (en)
- τίμιος, έντιμος
- ειλικρινής
- ↪ Our child is honest.
- Το παιδί μας είναι ειλικρινές.
- ↪ To be honest, I haven’t imagined it like this.
- Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω φανταστεί έτσι.
- ↪ Our child is honest.
- ακριβής