honest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός honest
συγκριτικός more honest
υπερθετικός most honest

Επίθετο[επεξεργασία]

honest (en)

  1. τίμιος, έντιμος
  2. ειλικρινής
    Our child is honest.
    Το παιδί μας είναι ειλικρινές.
    To be honest, I haven’t imagined it like this.
    Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω φανταστεί έτσι.
  3. ακριβής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]