hormonal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

hormonal (en)

  1. ορμονικός
  2. σχετικός με την έμμηνο ρύση
  3. (αδόκιμος όρος) παροδικά δύστροπος ή κακόκεφος



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

hormonal (fr)