hormonal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
hormonal (en)
- ορμονικός
- σχετικός με την έμμηνο ρύση
- (αδόκιμος όρος) παροδικά δύστροπος ή κακόκεφος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
hormonal (fr)