hospitality
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hospitality (en) (μη μετρήσιμο)
- η φιλοξενία
- ↪ Greeks are distinguished by their hospitality.
- Οι Έλληνες χαρακτηρίζονται για τη φιλοξενία τους.
- ↪ Greeks are distinguished by their hospitality.
- (οικονομία) ο κλάδος της οικονομίας που περιλαμβάνει τα ξενοδοχεία, θέρετρα, καζίνα κλπ