hospitality

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hospitality (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η φιλοξενία
    Greeks are distinguished by their hospitality.
    Οι Έλληνες χαρακτηρίζονται για τη φιλοξενία τους.
  2. (οικονομία) ο κλάδος της οικονομίας που περιλαμβάνει τα ξενοδοχεία, θέρετρα, καζίνα κλπ

Πηγές[επεξεργασία]