houppelande
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- houppelande < hopelande < ίσως από την παλιά αγγλική hop-pâda, πανωφόρι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /hu.p(ə).lɑ̃d/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
houppelande | houppelandes |
houppelande (fr) θηλυκό
- (ενδυμασία, (παρωχημένο) είδος ενδύματος του Μεσαίωνα, φαρδύ και μακρύ, που φοριόταν πάνω από τα κανονικά ρούχα, κάπα
- ※ Mais du moins des provisions et une grande houppelande lui furent-elles laissées pour son confort … .
- → λείπει η μετάφραση
- Robert Louis Stevenson, Les Gais Lurons, 1881. Mετάφραση από τα αγγλικά: Jean-Pierre Naugrette, 2004.
- ※ Mais du moins des provisions et une grande houppelande lui furent-elles laissées pour son confort … .
Πηγές[επεξεργασία]
- houppelande - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- houppelande - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online