huissier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
huissier | huissiers |
huissier (fr) αρσενικό
- ο κλητήρας
ενικός | πληθυντικός |
huissier | huissiers |
huissier (fr) αρσενικό