hypocritical

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός hypocritical
συγκριτικός more hypocritical
υπερθετικός most hypocritical

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hypocritical < hypocritic + -al

Επίθετο[επεξεργασία]

hypocritical (en)

  • υποκριτικός, που χαρακτηρίζεται από υποκρισία
    Our discourse on this subject is frequently hypocritical because we apply a policy of double standards.
    Ο λόγος μας επί του θέματος είναι συχνά υποκριτικός επειδή εφαρμόζουμε πολιτική των δύο μέτρων και σταθμών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη self-righteous