hypotension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hypotension (en)
- η υπόταση
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.pɔ.tɑ̃.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hypotension | hypotensions |
hypotension (fr) θηλυκό
- η υπόταση