hyssop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hyssop < αρχαία ελληνική ὕσσωπος < εβραϊκά אזוב (ezóv)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hyssop (en)
hyssop (en)