icelui
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Έντονη μορφή του celui.
Επίθετο[επεξεργασία]
icelui (fr)
- εκείνος, εκείνη, κλπ. (δικαστικοί όροι).
- Χρησιμοποιούνται αντί για celui, celle, ceux, celles.