icelui

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Έντονη μορφή του celui.

Επίθετο[επεξεργασία]

icelui (fr)

  1. εκείνος, εκείνη, κλπ. (δικαστικοί όροι).
    Χρησιμοποιούνται αντί για celui, celle, ceux, celles.

Συγγενικά[επεξεργασία]