ichtyophage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ichtyophage < αρχαία ελληνική
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ichtyophage | ichtyophages |
ichtyophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ichtyophage | ichtyophages |
ichtyophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό