ill
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ill (en)
- άρρωστος
- ↪ He fell ill.
- Έπεσε άρρωστος.
- ↪ I am ill.
- Είμαι άρρωστη.
- ↪ The ill child is burning up from the fever.
- Το άρρωστο παιδί ψηνόταν από τον πυρετό.
- ≈ συνώνυμα: sick, unhealthy, unwell και under the weather
- ↪ He fell ill.
- που έχει τάση να κάνει εμετό
- κακός, κακής ποιότητας