illicit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

illicit (en)

  1. παράνομος (αντίθετος με το νόμο)
  2. παράνομος (αντίθετος με τα κοινωνικά ήθη)
  3. αθέμιτος
    illicit competition - αθέμιτος ανταγωνισμός