illustré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | illustré | illustrés |
θηλυκό | illustrée | illustrées |
Επίθετο[επεξεργασία]
illustré (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη illustrer