imaginative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
imaginative (en)
- ευφάνταστος, επινοητικός, αυτός που έχει ζωηρή ή δημιουργική φαντασία
- φανταστικός, ψευδής
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
imaginative | imaginatives |
imaginative (fr)
- θηλυκό του imaginatif