imbécilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
imbécilité | imbécilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
imbécilité (fr) θηλυκό
- η διανοητική καθυστέρηση
- η βλακεία, η ανοησία, η χαζομάρα