imbriqué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | imbriqué | imbriqués |
θηλυκό | imbriquée | imbriquées |
Επίθετο[επεξεργασία]
imbriqué (fr)
- που αποτελείται από στοιχεία που το ένα καλύπτει το άλλο
- (μεταφορικά) που αποτελείται από στοιχεία που συνδέονται στενά μεταξύ τους