imbriqué

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό imbriqué imbriqués
θηλυκό imbriquée imbriquées

Επίθετο[επεξεργασία]

imbriqué (fr)

  1. που αποτελείται από στοιχεία που το ένα καλύπτει το άλλο
  2. (μεταφορικά) που αποτελείται από στοιχεία που συνδέονται στενά μεταξύ τους