immédiat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- immédiat < δημώδης λατινική immediatus < medius
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | immédiat | immédiats |
θηλυκό | immédiate | immédiates |
immédiat (fr)