immaculé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | immaculé | immaculés |
θηλυκό | immaculée | immaculées |
immaculé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | immaculé | immaculés |
θηλυκό | immaculée | immaculées |
immaculé (fr)