immuable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
immuable | immuables |
immuable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- arrêté
- constant
- continu
- durable
- ferme
- figé
- fixe
- [(inaltérable]]
- intemporel
- invariable
- stationnaire