impardonnable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- impardonnable < in- + pardonnable
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.paʁ.dɔ.nabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impardonnable | impardonnables |
impardonnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό