impasse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impasse (en)
- το αδιέξοδο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impasse | impasses |
impasse (fr) θηλυκό
- το αδιέξοδο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- impasse mexicaine: τύπος αντιπαράθεσης στην οποία κανείς δεν μπορεί να κερδίσει πραγματικά (στα αγγλικά: mexican standoff)