importable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
importable | importables |
Επίθετο[επεξεργασία]
importable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- εισαγώγιμος
- που δεν μπορεί να φορεθεί
ενικός | πληθυντικός |
importable | importables |
importable (fr) αρσενικό ή θηλυκό