imprison
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | imprison |
γ΄ ενικό ενεστώτα | imprisons |
αόριστος | imprisoned |
παθητική μετοχή | imprisoned |
ενεργητική μετοχή | imprisoning |
Ρήμα[επεξεργασία]
imprison (en)
- (μεταβατικό) φυλακίζω
- ↪ The dictatorial regime arrested and imprisoned many citizens.
- Το δικτατορικό καθεστώς συνέλαβε και φυλάκισε πολλούς πολίτες.
- ↪ The dictatorial regime arrested and imprisoned many citizens.