impudence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impudence (en)
- το θράσος, η ξεδιαντροπιά
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.py.dɑ̃s/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impudence | impudences |
impudence (fr) θηλυκό
- το θράσος