impudicité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
impudicité impudicités

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

impudicité (fr) θηλυκό (λόγιο)

  1. η τάση να φέρεται κάποιος με αναίδεια
     συνώνυμα: dévergondage, impudeur, indécence, obscénité
  2. η αδιαντροπιά
  3. αναιδής λόγος ή πράξη

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη pudeur