inadvertance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

inadvertance < λατινική inadvertentia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
inadvertance inadvertances

inadvertance (fr) θηλυκό

  1. η απροσεξία, η αμέλεια
  2. par inadvertance - από απροσεξία, κατά λάθος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]