incandescent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

incandescent

  1. πυράκτωσης, πυρακτώσεως
  2. συναισθηματικά/ερωτικά φλογερός/παθιασμένος

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό incandescent incandescents
θηλυκό incandescente incandescentes

Επίθετο[επεξεργασία]

incandescent (fr)