incisive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- αναλυτικός στοχαστικά και συνάμα σαφής και στοχευμένος καίρια και σε βάθος, οξυδερκής, αυτός που έχει οξεία κρίση σε σύντομο χρονικό διάστημα, αποφασιστικός, ο λαμβάνων ταχέως ορθές αποφάσεις, άμεσος και καίριος ταυτοχρόνως
- διεισδυτικός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
incisive | incisives |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
incisive (fr) θηλυκό
- ο κοπτήρας