inconsistent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | inconsistent |
συγκριτικός | more inconsistent |
υπερθετικός | most inconsistent |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inconsistent < in- + consistent
Επίθετο[επεξεργασία]
inconsistent (en)
- ασυνεπής
- ↪ His behavior is inconsistent with his beliefs.
- Η συμπεριφορά του είναι ασυνεπής προς τα πιστεύω του.
- ↪ His behavior is inconsistent with his beliefs.