incorrigible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

incorrigible (en)

  1. αδιόρθωτος (που έχει μια ιδιότητα που δεν είναι δυνατόν να αλλάξει)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

incorrigible (fr)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]