incorrigible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
incorrigible (en)
- αδιόρθωτος (που έχει μια ιδιότητα που δεν είναι δυνατόν να αλλάξει)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
incorrigible (fr)