indemnity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

indemnity (en)

  1. ασφάλιση, η υποχρέωση κάποιου να πληρώσει για απώλεια ή φθορά τρίτου
  2. αποζημίωση για φθορά ή απώλεια, επανόρθωση
  3. ασυλία για κρατικούς λειτουργούς
  4. νομική προστασία αποποίησης ευθύνης, νομική κάλυψη ευθύνης