indiko

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

indiko < indik + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική indiko indikoj
αιτιατική indikon indikojn

indiko (eo)

la letero devas havi la indikon...
το γράμμα πρέπει να φέρει την ένδειξη..