indisciplinable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

indisciplinable < in- + disciplinable

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
indisciplinable indisciplinables

indisciplinable (fr) αρσενικό ή θηλυκό