infarctus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
infarctus | infarctuss |
infarctus (fr) αρσενικό
- το έμφραγμα
ενικός | πληθυντικός |
infarctus | infarctuss |
infarctus (fr) αρσενικό